τοιχωρυχέω: Difference between revisions
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />percer un mur pour voler ; voler.<br />'''Étymologie:''' [[τοιχωρύχος]]. | |btext=-ῶ :<br />percer un mur pour voler ; voler.<br />'''Étymologie:''' [[τοιχωρύχος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τοιχωρῠχέω:''' μέλ. <i>τοιχωρυχήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[σκάβω]] τον τοίχο ως [[κλέφτης]], είμαι [[διαρρήκτης]] σπιτιού, [[κλέφτης]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[οἷα]] ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ [[δάνειον]], ποια τεχνάσματα επινόησαν για να κατακλέψουν το [[δάνειο]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A dig through a wall like a thief, to be a housebreaker, Ar.Pl.165, Pl.R.575b. X.Mem.1.2.62: c. acc., τοῖχον Arist.EN1138a25. 2 metaph., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον what thievish tricks they played with their loan, D.35.9; τοὺς λόγους τινός Philostr. VS2.1.6; πάντα Ph.2.527.
German (Pape)
[Seite 1125] ein τοιχωρύχος, d. i. Dieb sein, das Gewerbe eines Diebes treiben, in Häuser einbrechen; Ar. Plut. 165; Xen. Mem. 1, 2, 62; neben κλέπτειν, Plat. Rep. IX, 575 b. Uebertr. sagt Dem. οἷα ἐτοιχωρύχησαν οδρί τὸ δάνειον, welche Spitzbubenstreiche sie mit dem Wucher trieben, 35, 9.
Greek (Liddell-Scott)
τοιχωρῠχέω: διορύττω τοῖχον ὡς κλέπτης, εἶμαι τοιχωρύχος, κλέπτης, Ἀριστοφ. Πλ. 165, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· μετ’ αἰτ., τοῖχον τ. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 10, 6, πρβλ. διορύσσω. 2) μεταφορ., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον, ὁποῖα τεχνάσματα ἐπενόησαν ἵνα κατακλέψωσι τὸ δάνειον, Δημ. 925. 24· τ. τοὺς λόγους τινὸς Φιλόστρ. 552. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄. σ. 308.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
percer un mur pour voler ; voler.
Étymologie: τοιχωρύχος.
Greek Monotonic
τοιχωρῠχέω: μέλ. τοιχωρυχήσω,
1. σκάβω τον τοίχο ως κλέφτης, είμαι διαρρήκτης σπιτιού, κλέφτης, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. μεταφ., οἷα ἐτοιχωρύχησαν περὶ τὸ δάνειον, ποια τεχνάσματα επινόησαν για να κατακλέψουν το δάνειο, σε Δημ.