τριακόντορος: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(41)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τριακόντερος]] και ιων. τ. τριηκόντορος, ἡ, Α<br />πολεμικό [[πλοίο]] το οποίο μετακινούνταν με [[τριάντα]] [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριάκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορος</i> / -<i>ερος</i> (<span style="color: red;"><</span>[[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πεντηκόντ</i>-<i>ορος</i> / -<i>ερος</i>].
|mltxt=και [[τριακόντερος]] και ιων. τ. τριηκόντορος, ἡ, Α<br />πολεμικό [[πλοίο]] το οποίο μετακινούνταν με [[τριάντα]] [[κουπιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριάκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορος</i> / -<i>ερος</i> (<span style="color: red;"><</span>[[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]»), <b>πρβλ.</b> <i>πεντηκόντ</i>-<i>ορος</i> / -<i>ερος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τριᾱκόντορος:''' (ενν. [[ναῦς]]), ἡ, [[πλοίο]] που έχει [[τριάντα]] [[κουπιά]], σε Θουκ., Ξεν.· στον Ηρόδ. συναντάται ως τριηκόντερος.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκόντορος Medium diacritics: τριακόντορος Low diacritics: τριακόντορος Capitals: ΤΡΙΑΚΟΝΤΟΡΟΣ
Transliteration A: triakóntoros Transliteration B: triakontoros Transliteration C: triakontoros Beta Code: triako/ntoros

English (LSJ)

(sc. ναῦς), ἡ,

   A thirty-oared ship, Th.4.9, X.An.5.1.16, etc.; so written in IG22.1629.121,335 (iv B. C.); but τριακόντερος ib.12.23.4 (restd.), 22.1649.6 (iv B. C.), τριη- Hdt.4.148, 7.97: cf. πεντηκόντορος.

Greek (Liddell-Scott)

τριᾱκόντορος: (ἐξυπακουομ. ναῦς), ἡ, πλοῖον ἔχον τριάκοντα κώπας, Θουκ. 4. 9, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 1, 16, κλπ.· παρ’ Ἡροδ. φέρεται τριηκόντερος, 4. 148., 7. 97, πρβλ. πεντηκόντορος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trente rangs de rames.
Étymologie: τριάκοντα, ἄρω.

Greek Monolingual

και τριακόντερος και ιων. τ. τριηκόντορος, ἡ, Α
πολεμικό πλοίο το οποίο μετακινούνταν με τριάντα κουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -ορος / -ερος (<ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. πεντηκόντ-ορος / -ερος].

Greek Monotonic

τριᾱκόντορος: (ενν. ναῦς), ἡ, πλοίο που έχει τριάντα κουπιά, σε Θουκ., Ξεν.· στον Ηρόδ. συναντάται ως τριηκόντερος.