τριχῆ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[τριχῆ]], Α<br /><b>επίρρ.</b> σε [[τρία]] μέρη ή με [[τρεις]] τρόπους, [[τρίχα]] (Ι)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τρεις]], [[τρία]] <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -(<i>α</i>)<i>χ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῇ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τετρ</i>-<i>αχ</i>-<i>ῇ</i>)].
|mltxt=και δ. γρφ. [[τριχῆ]], Α<br /><b>επίρρ.</b> σε [[τρία]] μέρη ή με [[τρεις]] τρόπους, [[τρίχα]] (Ι)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τρεις]], [[τρία]] <span style="color: red;">+</span> ουρανικό [[πρόσφυμα]] -(<i>α</i>)<i>χ</i>- <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ῇ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τετρ</i>-<i>αχ</i>-<i>ῇ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐχῆ:'''<b class="num">I.</b> επίρρ., ο [[συνήθης]] [[τύπος]] του [[τρίχα]] στους πεζογράφους, σε [[τρία]] μέρη, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> με [[τρεις]] τρόπους, [[τριπλά]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχῆ Medium diacritics: τριχῆ Low diacritics: τριχή Capitals: ΤΡΙΧΗ
Transliteration A: trichē̂ Transliteration B: trichē Transliteration C: trichi Beta Code: trixh=

English (LSJ)

Adv., common Prose form of

   A τρίχα, τριχῇ δασάμενος τὴν πόλιν Hdt.3.39 (though he also uses τρίχα, q. v.); τ. διείλοντο τὰς βασιλείας Isoc.6.21, cf. Pl.Phdr.253c, Str.17.3.1; τ. διαστήσασθαι τῷ λόγῳ πόλιν, διανεῖμαι τὸ στράτευμα, Pl.R.564c, Lg.683d; τοὺς τοξότας τ. ἐποιήσαντο X.An.4.8.15; νενεμημένων τῶν ἀγαθῶν τ. Arist. EN1098b13.    II in three ways, triply, Pl.Cri.51e, Arr.Tact. 23.1; τ. διαστατός of three dimensions, S.E.P.2.30, Plot.6.1.26, cf. 2.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

τρῑχῆ: ἐπίρρ., ὁ συνήθης παρὰ πεζογράφοις τύπος τοῦ τρίχα· εἰς τρία μέρη, τριχῆ δασάμενος τὴν πόλιν Ἡρόδ. 3. 39 (ἂν καὶ ὁ αὐτὸς ποιεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ τρίχα)· τρ. διείλοντο τὰς βασιλείας Ἰσοκρ. 120Α, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 253C· τρ. διαστήσασθαι, διανεῖμαί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 564C, Νόμ. 683D· τοὺς τοξότας τρ. ἐποιήσαντο Ξεν. Ἀν. 4. 8, 15· γίγνεται τὸ στράτευμα τρ. αὐτόθι 5. 10, 16· τρ. νενεμῆσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 2. ΙΙ. κατὰ τρεῖς τρόπους, τριττῶς, Πλάτ. Κρίτων 51Ε. - Γράφεται καὶ τριχῇ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en trois, en trois parties, en trois groupes;
2 de trois manières, triplement.
Étymologie: τρίχα¹.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. τριχῆ, Α
επίρρ. σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τρίχα (Ι)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. τετρ-αχ-)].

Greek Monotonic

τρῐχῆ:I. επίρρ., ο συνήθης τύπος του τρίχα στους πεζογράφους, σε τρία μέρη, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. με τρεις τρόπους, τριπλά, σε Πλάτ.