ὑβριστέος: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὑβρίζω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὑβρίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑβριστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να προσβληθεί, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑβριστέος Medium diacritics: ὑβριστέος Low diacritics: υβριστέος Capitals: ΥΒΡΙΣΤΕΟΣ
Transliteration A: hybristéos Transliteration B: hybristeos Transliteration C: yvristeos Beta Code: u(briste/os

English (LSJ)

α, ον,

   A that may be insulted, D.54.44.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβριστέος: -α, -ον, ὃν δύναταί τις ὑβρίζειν, Δημ. 1271, 6. ΙΙ. ὑβριστέον, δεῖ ὑβρίζειν, Γρηγ. Ναζ. Ἴαμβ. 20. 27.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ὑβρίζω.

Greek Monotonic

ὑβριστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να προσβληθεί, σε Δημ.