ὑπαποκινέω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />se détourner tout doucement : τῆς ὁδοῦ du chemin.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀποκινέω]]. | |btext=-ῶ :<br />se détourner tout doucement : τῆς ὁδοῦ du chemin.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἀποκινέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπαποκῑνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αμτβ., απομακρύνομαι [[κρυφά]], κινούμαι [[κρυφά]] ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
intr.,
A move off secretly or softly, sneak away, c. gen., τῆς ὁδοῦ Ar.Av.1011.
German (Pape)
[Seite 1182] intr., sich heimlich od. sacht davon machen, τῆς ὁδοῦ Ar. Av. 1012.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαποκῑνέω: ἀμεταβ., ἀποσύρομαι σιγὰ σιγά, ἀπομακρύνομαι, ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1011. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se détourner tout doucement : τῆς ὁδοῦ du chemin.
Étymologie: ὑπό, ἀποκινέω.
Greek Monotonic
ὑπαποκῑνέω: μέλ. -ήσω, αμτβ., απομακρύνομαι κρυφά, κινούμαι κρυφά ή ύποπτα, με γεν., σε Αριστοφ.