ὑποσείραιος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σειραῖος]] «ο προσδεδεμένος στη [[σειρά]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σειρά]])]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σειραῖος]] «ο προσδεδεμένος στη [[σειρά]]» (<span style="color: red;"><</span> [[σειρά]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποσείραιος:''' -ον, συρόμενος παραπλεύρως, δίπλα, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A dragged alongside, like a σειραῖος ἵππος, cj. Musgr. in E.HF445 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσείραιος: -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ σειραῖος ἵππος, ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντί: ὑπὸ σειραίοις).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).
Étymologie: ὑπό, σειρά.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σειραῖος «ο προσδεδεμένος στη σειρά» (< σειρά)].
Greek Monotonic
ὑποσείραιος: -ον, συρόμενος παραπλεύρως, δίπλα, σε Ευρ.