τριώροφος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τριώροφος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] ορόφους, [[τρία]] πατώματα (α. «τριώροφη [[κατοικία]]» γ. «[[ἄστυ]]... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριώροφο</i><br />[[σπίτι]] με [[τρία]] πατώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το τρίτο [[πάτωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>ώροφος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=-η, -ο / [[τριώροφος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] ορόφους, [[τρία]] πατώματα (α. «τριώροφη [[κατοικία]]» γ. «[[ἄστυ]]... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τριώροφο</i><br />[[σπίτι]] με [[τρία]] πατώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το τρίτο [[πάτωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄροφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρα</i>-<i>ώροφος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τριώροφος:''' -ον ([[ὄροφος]]), αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] ορόφους ή πατώματα, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐώροφος Medium diacritics: τριώροφος Low diacritics: τριώροφος Capitals: ΤΡΙΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: triṓrophos Transliteration B: triōrophos Transliteration C: triorofos Beta Code: triw/rofos

English (LSJ)

ον, (ὄροφος)

   A of three stories or floors, Hdt.1.180 (v.l. -ορ-), LXX Ge.6.16; οἰκίαι Aristid. Or.27(16).20; οἰκήματα Ph.2.143; πύργοι J.AJ13.8.2.    II τὸ τ., = τρίστεγον, third story, LXX 3 Ki.6.13(8), in pl. τρῐ-ώρῠγος, ον, (ὄργυια) of three fathoms, restored in X.Cyr.6.1.52 by L. Dind. from the best codd. (which have τριώρων or τριώρυον), others having τριόργυ (ι) ον: cf. διώρυγος, πεντώρυγος.

Greek (Liddell-Scott)

τριώροφος: -ον, (ὄροφος) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τριῶν ὀροφῶν ἢ πατωμάτων, Ἡρόδ. 1. 180, Ἑβδ. (Γεν. ϛʹ, 16)· ἐπὶ πλοίου, Ἀριστείδ. 1. 240. ΙΙ. τὸ τρ. = τρίστεγον, τὸ τρίτον πάτωμα, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. ϛʹ, 8).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois étages.
Étymologie: τρεῖς, ὄροφος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τριώροφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις ορόφους, τρία πατώματα (α. «τριώροφη κατοικία» γ. «ἄστυ... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριώροφο
σπίτι με τρία πατώματα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίτο πάτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ώροφος (< ὄροφος), πρβλ. τετρα-ώροφος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

τριώροφος: -ον (ὄροφος), αυτός που αποτελείται από τρεις ορόφους ή πατώματα, σε Ηρόδ.