ὑψίπυργος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηλούς πύργους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ψηλός]] σαν [[πύργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πυργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύργος]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>πυργος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ψηλούς πύργους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ψηλός]] σαν [[πύργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πυργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πύργος]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-<i>πυργος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑψίπυργος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς πύργους, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπυργος Medium diacritics: ὑψίπυργος Low diacritics: υψίπυργος Capitals: ΥΨΙΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hypsípyrgos Transliteration B: hypsipyrgos Transliteration C: ypsipyrgos Beta Code: u(yi/purgos

English (LSJ)

ον,

   A high-towered, Simon.112, A.Eu.688, S. Tr.354, E.Tr.376, etc.: metaph., ὑ. ἐλπίδες towering hopes, A.Supp. 97 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπυργος: -ον, ὁ ὑψηλοὺς ἔχων πύργους, Σιμωνίδ. 117, Αἰσχύλ. Εὐμ. 688· ὑψίπυργον Οἰχαλίαν Σοφ. Τραχ. 354, κλπ.· μεταφορ., ἰάπτει δ’ ἐλπίδων ἀφ’ ὑψιπύργων πανώλεις βροτούς, καταρρίπτει δὲ ἐκ τῶν ὑψηλῶν αὑτῶν ἐλπίδων εἰς τελείαν καταστροφὴν τοὺς πονηροὺς βρωτούς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux hautes tours.
Étymologie: ὕψι, πύργος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει ψηλούς πύργους
2. μτφ. ψηλός σαν πύργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυργος (< πύργος), πρβλ. καλλί-πυργος].

Greek Monotonic

ὑψίπυργος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς πύργους, σε Αισχύλ., Σοφ.