ὑποτυπόω: Difference between revisions

From LSJ

μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />ébaucher, esquisser.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τυπόω]].
|btext=-ῶ :<br />ébaucher, esquisser.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τυπόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτῠπόω:''' [[σχεδιάζω]], [[διατυπώνω]] σε γενικές, γραμμές, Λατ. adumbrare, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτῠπόω Medium diacritics: ὑποτυπόω Low diacritics: υποτυπόω Capitals: ΥΠΟΤΥΠΟΩ
Transliteration A: hypotypóō Transliteration B: hypotypoō Transliteration C: ypotypoo Beta Code: u(potupo/w

English (LSJ)

   A sketch out, outline, Arist.EN1098a21, Plb.21.30.6 (Pass.):—Med., draft, συγγραφὴν -τυπώσασθαι καὶ γράψαι PSI4.429.10 (iii B. C.).    2 predispose, πρὸς σωφροσύνην Phld.Mus.p.57 K., cf. p.77 K.    3 prescribe, τροφὴν αὐτάρκη καὶ λουτρά Paul.Aeg.6.110.    II Med., ἐν ἀνθρώποις εὐθὺς γιγνομένοις ὑπετυπώσαντο τὴν τῶν ὀνύχων γένεσιν took care to have nails formed in a rudimentary way, Pl.Ti.76e; ὑποτυπωσάμενος τὴν οὐσίαν . . τί ἐστι having formed a notion of it, Arist. Metaph.1028b31, cf. Hdn.1.3.5, Philostr.VS1 Prooem.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτῠπόω: σχηματίζω, διατυπώνω ὀλίγον ἢ γενικῶς, διαγράφω ὡς ἐν σχεδίῳ, Λατ. adumbrare (πρβλ. ὑπογράφω ΙΙ. 2), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 7, 17, Πολύβ. 22. 13, 6. ΙΙ. Μέσ., ἐν ἀνθρώποις εὐθὺς γιγνομένοις ὑπετυπώσαντο τὴν ὀνύχων γένεσιν, ἐφρόντισαν νὰ σχηματίσωσι τοὺς ὄνυχας ἐν ἀτελεῖ μορφῇ, Πλάτ. Τίμ. 76Ε· ὑποτυπωσάμενος τὴν οὐσίαν..., τί ἐστι, σχηματίσας ἰδέαν ἢ ἔννοιάν τινα περὶ αὐτῆς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 2, 5, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 1. 3, Φιλόστρ. 481.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ébaucher, esquisser.
Étymologie: ὑπό, τυπόω.

Greek Monotonic

ὑποτῠπόω: σχεδιάζω, διατυπώνω σε γενικές, γραμμές, Λατ. adumbrare, σε Αριστ.