φιλοπότης: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[φιλοπότις]], -ιδος, ΝΜΑ, και [[φιλοπώτης]] Α<br />αυτός που του αρέσει να πίνει ποτά και, [[ιδίως]], [[κρασί]], [[οινοπότης]], [[μέθυσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. ποτού [[πίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οινο</i>-[[πότης]], ενώ ο τ. <i>φιλο</i>-<i>πώτης</i> με β' συνθετικό -<i>πώτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πω</i>- του [[πίνω]], <b>πρβλ.</b> <i>πῶ</i>-<i>μα</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. [[φιλοπότις]], -ιδος, ΝΜΑ, και [[φιλοπώτης]] Α<br />αυτός που του αρέσει να πίνει ποτά και, [[ιδίως]], [[κρασί]], [[οινοπότης]], [[μέθυσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. ποτού [[πίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οινο</i>-[[πότης]], ενώ ο τ. <i>φιλο</i>-<i>πώτης</i> με β' συνθετικό -<i>πώτης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πω</i>- του [[πίνω]], <b>πρβλ.</b> <i>πῶ</i>-<i>μα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοπότης:''' -ου, ὁ, αυτός που αγαπάει το ποτό, που αγαπάει το [[κρασί]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπότης Medium diacritics: φιλοπότης Low diacritics: φιλοπότης Capitals: ΦΙΛΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: philopótēs Transliteration B: philopotēs Transliteration C: filopotis Beta Code: filopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A lover of drinking, fond of wine, Hdt.2.174, Hp.Aër.1, Ar.V.79, Eup.208 (of Cimon), Antipho Soph.76, Arist.HA559b2, Pr.874a37 (wrongly accented -πότων), Ath.10.430c.

German (Pape)

[Seite 1284] ὁ, Liebhaber des Trunks, Einer, der gern und viel trinkt; Ar. Vesp. 79; Her. 2, 174; Arist. H. A. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

φιλοπότης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν οἰνοποσίαν, φίλος τοῦ οἴνου, Λατ. vinolentus, Ἡρόδ. 2. 174, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστοφ. Σφ. 79, Εὔπολις ἐν «Πόλεσι» 10 (περὶ τοῦ Κίμωνος), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 5· πρβλ. φιλοπώτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime à boire, grand buveur, ivrogne.
Étymologie: φίλος, πίνω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. φιλοπότις, -ιδος, ΝΜΑ, και φιλοπώτης Α
αυτός που του αρέσει να πίνει ποτά και, ιδίως, κρασί, οινοπότης, μέθυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πότης (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. οινο-πότης, ενώ ο τ. φιλο-πώτης με β' συνθετικό -πώτης (< θ. πω- του πίνω, πρβλ. πῶ-μα)].

Greek Monotonic

φῐλοπότης: -ου, ὁ, αυτός που αγαπάει το ποτό, που αγαπάει το κρασί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.