φίλτερος: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
(45)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. [[φίντερος]], -έρα, -ον, Α<br />(συγκριτ. [[βαθμός]] του [[φίλος]]) πιο [[αγαπητός]], προσφιλέστερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> τών επιθ. συγκριτικού βαθμού (<b>βλ.</b> και λ. [[φίλος]])].
|mltxt=και δωρ. τ. [[φίντερος]], -έρα, -ον, Α<br />(συγκριτ. [[βαθμός]] του [[φίλος]]) πιο [[αγαπητός]], προσφιλέστερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φίλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τερος</i> τών επιθ. συγκριτικού βαθμού (<b>βλ.</b> και λ. [[φίλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φίλτερος:''' -α, -ον, ανώμ. συγκρ. του [[φίλος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φίλτερος Medium diacritics: φίλτερος Low diacritics: φίλτερος Capitals: ΦΙΛΤΕΡΟΣ
Transliteration A: phílteros Transliteration B: philteros Transliteration C: filteros Beta Code: fi/lteros

English (LSJ)

α, ον, irreg. Comp. of φίλος, Il.11.162, Od.11.360, Hes. Op.309, Pi.I.1.5, E.El.243, Alc.432, Hipp.185 (anap.) (not in A. or S.): in later Prose, D.C.64.14, Jul.Or.2.89a.

German (Pape)

[Seite 1289] unregelm. compar. zu φίλος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

φίλτερος: -α, -ον, ἀνώμαλ. συγκρ. τοῦ φίλος, Ἰλ. Λ. 162, Ὀδ. Λ. 360, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 307· δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς.

French (Bailly abrégé)

Cp. de φίλος.

English (Autenrieth)

see φίλος.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. φίντερος, -έρα, -ον, Α
(συγκριτ. βαθμός του φίλος) πιο αγαπητός, προσφιλέστερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ. -τερος τών επιθ. συγκριτικού βαθμού (βλ. και λ. φίλος)].

Greek Monotonic

φίλτερος: -α, -ον, ανώμ. συγκρ. του φίλος, σε Όμηρ., Ησίοδ.