ὑποσχόμενος: Difference between revisions
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br /><i>part. ao.2 de</i> [[ὑπισχνέομαι]]. | |btext=η, ον :<br /><i>part. ao.2 de</i> [[ὑπισχνέομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποσχόμενος:''' μτχ. αορ. βʹ του [[ὑπισχνέομαι]]· υποτ. [[ὑπόσχωμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ὑπισχνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσχόμενος: ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπισχνέομαι· - ὑποσχών, ἴδε τὸ ῥῆμα ὑπέχω. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 519-521.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. ao.2 de ὑπισχνέομαι.
Greek Monotonic
ὑποσχόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὑπισχνέομαι· υποτ. ὑπόσχωμαι.