φοινικοπάρῃος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux flancs (<i>litt.</i> aux joues) écarlates (navire).<br />'''Étymologie:''' ion. p. *φοινικοπαρειος de [[φοῖνιξ]]¹, [[παρειά]].
|btext=ος, ον :<br />aux flancs (<i>litt.</i> aux joues) écarlates (navire).<br />'''Étymologie:''' ion. p. *φοινικοπαρειος de [[φοῖνιξ]]¹, [[παρειά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φοινῑκοπάρῃος:''' [ᾰ], -ον, Ιων. αντί <i>-πάρειος</i>, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκοπάρῃος: [ᾰ], -ον, Ἰων ἀντὶ φοινικοπάρειος, ὁ ἔχων ἐρυθρὰς παρειάς, ὡς τὸ μιλτοπάρῃος, ἐπίθετον τῶν πλοίων, ὧν αἱ πρῷραι ἐχρωματίζοντο κόκκιναι, Ὀδ. Λ. 124, Ψ. 271.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux flancs (litt. aux joues) écarlates (navire).
Étymologie: ion. p. *φοινικοπαρειος de φοῖνιξ¹, παρειά.

Greek Monotonic

φοινῑκοπάρῃος: [ᾰ], -ον, Ιων. αντί -πάρειος, αυτός που έχει κόκκινα μάγουλα, επίθ. για πλοία οι πρώρες των οποίων είναι βαμμένες κόκκινες, σε Ομήρ. Οδ.