χρυσίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
(47b)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />(υποκορ. του [[χρυσίον]])<br /><b>1.</b> μικρό χρυσό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> μικρό χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσίον]] «χρυσό [[νόμισμα]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιθ</i>-[[ίδιον]])].
|mltxt=τὸ, Α<br />(υποκορ. του [[χρυσίον]])<br /><b>1.</b> μικρό χρυσό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> μικρό χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσίον]] «χρυσό [[νόμισμα]]» <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιθ</i>-[[ίδιον]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσίδιον:''' [σῑ], τό, υποκορ. του [[χρυσίον]], μικρό [[κομμάτι]] χρυσού, σε Ισοκρ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσίδιον Medium diacritics: χρυσίδιον Low diacritics: χρυσίδιον Capitals: ΧΡΥΣΙΔΙΟΝ
Transliteration A: chrysídion Transliteration B: chrysidion Transliteration C: chrysidion Beta Code: xrusi/dion

English (LSJ)

[σῑ], τό, Dim. of χρυσίον,

   A a small piece of gold, used in contempt, ἀργυρίδιον καὶ χ. τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες lsoc.13.4, cf. D.27.15; a small sum of money, Plu.Cleom.38.    2 Dim. of χρυσίς 1, IG12.369.10 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1380] τό, dim. von χρυσίον, ein kleines Stückchen Gold, Isae. 2, 9 Isocr. 13, 4 Dem. 27, 15.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίδιον: [σῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ χρυσίον, μικρὸν νόμισμα χρυσοῦν, Ἰσοκρ. 291Ε, Δημ. 818. 13· μικρὸν ποσὸν χρημάτων, Πλουτ. Κλεομ. 38.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite pièce d’or;
2 petite somme d’argent.
Étymologie: χρυσός.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(υποκορ. του χρυσίον)
1. μικρό χρυσό νόμισμα
2. μικρό χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λιθ-ίδιον)].

Greek Monotonic

χρῡσίδιον: [σῑ], τό, υποκορ. του χρυσίον, μικρό κομμάτι χρυσού, σε Ισοκρ., Δημ.