ψελιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φορεί ψέλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψέλιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φορεί ψέλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψέλιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψελιοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που [[φορά]] βραχιόλια, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελιοφόρος Medium diacritics: ψελιοφόρος Low diacritics: ψελιοφόρος Capitals: ΨΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pseliophóros Transliteration B: pseliophoros Transliteration C: pselioforos Beta Code: yeliofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wearing bracelets, Hdt.8.113.

German (Pape)

[Seite 1393] Armbänder tragend, Her. 8, 113, ion. statt ψελλιοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ψελιοφόρος: -ον, ὁ φορῶν ψέλια, Ἡρόδ. 8. 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des bracelets.
Étymologie: ψέλιον, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φορεί ψέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψέλιον + -φόρος].

Greek Monotonic

ψελιοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φορά βραχιόλια, σε Ηρόδ.