χορήγιον: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(46) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. [[χοράγιον]], τὸ, Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> χορηγεῑον<br /><b>2.</b> το [[οικοδόμημα]] της σκηνής<br /><b>3.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ χορήγια</i><br />τα απαραίτητα για την ζωή. | |mltxt=και δωρ. τ. [[χοράγιον]], τὸ, Α [[χορηγός]]<br /><b>1.</b> χορηγεῑον<br /><b>2.</b> το [[οικοδόμημα]] της σκηνής<br /><b>3.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ χορήγια</i><br />τα απαραίτητα για την ζωή. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χορήγιον:''' βλ. [[χορηγεῖον]] II. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:40, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A = χορηγεῖον 1, D.19.200, Poll.4.106. II pl., supplies for an army, Plb.1.17.5, al.: generally, maintenance, PRyl.181.7 (iii B. D.). III (in Dor. form χοράγιον) stage-building in a theatre, BGU1028.21 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1365] τό, dor. u. att. χοραγιον, der Ort, das Haus, wo der Chor zur Aufführung seiner Reigentänze u. Gesänge vorbereitet, unterrichtet u. eingeübt ward, Dem. 19, 200; s. die unter χορηγεῖον angeführten Stellen. – Auch Schatzkammer, Magazin. – Τὰ χορήγια = ἡ χορηγία, Pol. 1, 17, 5 u. öfter; Lob. Phryn. p. 517.
Greek (Liddell-Scott)
χορήγιον: ἴδε ἐν λ. χορηγεῖον.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χοράγιον, τὸ, Α χορηγός
1. χορηγεῑον
2. το οικοδόμημα της σκηνής
3. συν. στον πληθ. τὰ χορήγια
τα απαραίτητα για την ζωή.
Greek Monotonic
χορήγιον: βλ. χορηγεῖον II.