ἀντιφυλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιφῠλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσέχω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Πλάτ. — Μέσ., βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]] ενάντια σε, <i>τινά</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιφῠλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[προσέχω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Πλάτ. — Μέσ., βρίσκομαι σε [[επιφυλακή]] ενάντια σε, <i>τινά</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιφῠλάσσω:''' атт. ἀντιφῠλάττω<br /><b class="num">1)</b> со своей стороны наблюдать (τινά Plat.);<br /><b class="num">2)</b> med. (также) зорко следить, остерегаться (τινά Xen., Plut.).
}}
}}

Revision as of 05:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφῠλάσσω Medium diacritics: ἀντιφυλάσσω Low diacritics: αντιφυλάσσω Capitals: ΑΝΤΙΦΥΛΑΣΣΩ
Transliteration A: antiphylássō Transliteration B: antiphylassō Transliteration C: antifylasso Beta Code: a)ntifula/ssw

English (LSJ)

Att. ἀντιφυλάττω,

   A watch in turn, Pl.Lg.705e:—Med., to be on one's guard in turn, X. An.2.5.3, cf. Plu.Demetr.36.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, ἐπιτηρῶ τὸν ἐπιτηροῦντα, ἀντιφυλάξατε ἑπόμενοι Πλάτ. Νόμ. 705Ε: ― Μέσ., λαμβάνω προφυλακτικὰ μέτρα κατά τινος φυλασσομένου με, φυλαττόμενον δέ σε ὁρῶ ὡς πολεμίους ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὁρῶντες ταῦτα ἀντιφυλασσόμεθα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 3, πρβλ. Πλουτ. Δημήτ. 36.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
vigilar a su vez μοι Pl.Lg.705e
en v. med., abs. tomar medidas de precaución a su vez X.An.2.5.3, Plu.Demetr.36.

Greek Monolingual

ἀντιφυλάσσω κ. -ττω (Α)
επαγρυπνώ κι εγώ, παρακολουθώ τον εχθρό που με παρακολουθεί.

Greek Monotonic

ἀντιφῠλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, προσέχω με τη σειρά μου, σε Πλάτ. — Μέσ., βρίσκομαι σε επιφυλακή ενάντια σε, τινά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφῠλάσσω: атт. ἀντιφῠλάττω
1) со своей стороны наблюдать (τινά Plat.);
2) med. (также) зорко следить, остерегаться (τινά Xen., Plut.).