ἡμίπνοος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίπνοος:''' -ον ([[πνέω]]), [[μισοπεθαμένος]], αυτός που πνέει, ζει με μισή [[αναπνοή]], σε Βατραχομ.
|lsmtext='''ἡμίπνοος:''' -ον ([[πνέω]]), [[μισοπεθαμένος]], αυτός που πνέει, ζει με μισή [[αναπνοή]], σε Βατραχομ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίπνοος:''' стяж. [[ἡμίπνους]] 2 полубездыханный, полумертвый Batr.
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπνοος Medium diacritics: ἡμίπνοος Low diacritics: ημίπνοος Capitals: ΗΜΙΠΝΟΟΣ
Transliteration A: hēmípnoos Transliteration B: hēmipnoos Transliteration C: imipnoos Beta Code: h(mi/pnoos

English (LSJ)

ον, contr. ἡμίπνους, ουν,

   A half-breathing, half-alive, Batr.252, Gal.UP6.3.

German (Pape)

[Seite 1169] zsgzgn ἡμίπνους, halb athmend, d. i. halb todt, Batrach. 254.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπνοος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ πνέων, ζῶν, Βατρ. 255.

Greek Monotonic

ἡμίπνοος: -ον (πνέω), μισοπεθαμένος, αυτός που πνέει, ζει με μισή αναπνοή, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίπνοος: стяж. ἡμίπνους 2 полубездыханный, полумертвый Batr.