κρικοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(21)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ές (Α [[κρικοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κρίκου («[[κρικοειδής]] [[χόνδρος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
|mltxt=ές (Α [[κρικοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] κρίκου («[[κρικοειδής]] [[χόνδρος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίκος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κρῐκοειδής:''' кругообразный, округлый или кольцевидный (ἀτόμων σχήματα Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῐκοειδής Medium diacritics: κρικοειδής Low diacritics: κρικοειδής Capitals: ΚΡΙΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: krikoeidḗs Transliteration B: krikoeidēs Transliteration C: krikoeidis Beta Code: krikoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A ring-shaped, annular, Gal.14.715, Placit.1.3.18.

German (Pape)

[Seite 1509] ές, kreisförmig; ἀτόμων σχήματα Plat. plac. phil. 1, 3 g. E.

Greek (Liddell-Scott)

κρικοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κρίκου, Γαλην. 14, 715, Πλούτ. 2. 877Ε.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
en forme de cercle.
Étymologie: κρίκος, εἶδος.

Greek Monolingual

ές (Α κρικοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κρίκου («κρικοειδής χόνδρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ειδής (< εἶδος)].

Russian (Dvoretsky)

κρῐκοειδής: кругообразный, округлый или кольцевидный (ἀτόμων σχήματα Plut.).