ναύφθορος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ναύφθορος:''' -ον ([[φθείρω]]), ναυαγισμένος· [[ναύφθορος]] [[στολή]], <i>πέπλοι</i>, ενδύματα ναυαγών, σε Ευρ. | |lsmtext='''ναύφθορος:''' -ον ([[φθείρω]]), ναυαγισμένος· [[ναύφθορος]] [[στολή]], <i>πέπλοι</i>, ενδύματα ναυαγών, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ναύφθορος:''' пострадавший от кораблекрушения ([[στολή]] Eur.): ναύφθοροι πέπλοι Eur. лохмотья потерпевших кораблекрушение. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A shipwrecked, ν. στολή, πέπλοι, the garb of shipwrecked men, E.Hel.1382, 1539.
Greek (Liddell-Scott)
ναύφθορος: -ον, ὁ ναυαγήσας, ν. στολή, ἔνδυμα ναυαγοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 1382· ναυφθόροις ἠσθημένοι πέπλοισιν αὐτόθι 1539.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de naufragé.
Étymologie: ναῦς, φθείρω.
Greek Monolingual
-ο (Α ναύφθορος, -ον)
αυτός που ναυάγησε, ναυαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω)].
Greek Monotonic
ναύφθορος: -ον (φθείρω), ναυαγισμένος· ναύφθορος στολή, πέπλοι, ενδύματα ναυαγών, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ναύφθορος: пострадавший от кораблекрушения (στολή Eur.): ναύφθοροι πέπλοι Eur. лохмотья потерпевших кораблекрушение.