ὕπαντρος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕπαντρος:''' -ον, [[σπηλαιώδης]], σε Στράβ.
|lsmtext='''ὕπαντρος:''' -ον, [[σπηλαιώδης]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕπαντρος:''' изобилующий пещерами, пещеристый (γῆ, [[χώρα]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕπαντρος Medium diacritics: ὕπαντρος Low diacritics: ύπαντρος Capitals: ΥΠΑΝΤΡΟΣ
Transliteration A: hýpantros Transliteration B: hypantros Transliteration C: ypantros Beta Code: u(/pantros

English (LSJ)

ον, (ἄντρον)

   A with caverns underneath, cavernous, χώρα, γῆ, Arist.Mete.366a25, Pr.932a8, Str.9.2.16; νῆσος Theagen.17; πέτρα Ael.NA16.17.    II underground, οἶκοι Id.VH12.38.    2 dwelling under the earth, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ὕπαντρος: -ον, (ἄντρον) ἔχων ἄντρα κάτωθεν, πλήρης σπηλαίων, σπηλαιώδης, γῆ, χώρα Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 8, Προβλ. 23. 5, 2, Στράβ. 406, κλπ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Αἰλ. περὶ Ζ. 16. 17. ΙΙ. ὑπὸ τὴν γῆν κείμενος, ὑπόγειος, οἶκοι ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 12. 38. 2) «ὕπαντροι· οἱ ὑπὸ τὸ σπήλαιον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se trouve sous une caverne, sous un abri;
2 dont les fondements sont sous terre.
Étymologie: ὑπό, ἄντρον.

Greek Monotonic

ὕπαντρος: -ον, σπηλαιώδης, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ὕπαντρος: изобилующий пещерами, пещеристый (γῆ, χώρα Arst.).