εἰσεῖδον: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσεῖδον:''' Επικ. <i>-ίδον</i>, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[εἰσοράω]]. | |lsmtext='''εἰσεῖδον:''' Επικ. <i>-ίδον</i>, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του [[εἰσοράω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσεῖδον:''' aor. 2 к [[εἰσοράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. εἴσῐδον and in Med. form εἰσῐδόμην,
A v. εἰσοράω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
εἰσεῖδον: Ἐπ. εἴσῐδον καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ εἰσῐδόμην, ἴδε ἐν λ. εἰσοράω.
French (Bailly abrégé)
v. εἰσοράω.
English (Autenrieth)
see εἰσοράω.
Spanish (DGE)
v. εἰσοράω.
Greek Monolingual
εἰσεῑδον και εἴσιδον (Α)
αόρ. του ρ. εισορώ.
Greek Monotonic
εἰσεῖδον: Επικ. -ίδον, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του εἰσοράω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσεῖδον: aor. 2 к εἰσοράω.