πηρίδιον: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πηρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ., σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πηρίδιον:''' [ῐ], τό, υποκορ., σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηρίδιον:''' (ῐδ) τό сумочка Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of πήρα, Ar.Nu.923 (anap.), Fr.486;
A π. γνωρισμάτων Men.Epit.114, cf. Ant.Diog.6, Hld.10.9, Porph.Abst. 2.15.
German (Pape)
[Seite 611] τό, dim. vom Vorigen, Ar. Nub. 921.
Greek (Liddell-Scott)
πηρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ πήρα, Ἀριστοφ. Νεφ. 923, Ἀποσπ. 410.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πήρα.
Greek Monolingual
τὸ, Α πήρα
μικρός σάκος, σακίδιο, σακουλάκι, ταγαράκι («ἐκ πηριδίου τινὸς ὅ ἐπεφέρετο προκομίσασα», Ηλιόδ.).
Greek Monotonic
πηρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πηρίδιον: (ῐδ) τό сумочка Arph.