ἐνδιαπρέπω: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνδιαπρέπω]] (Α)<br />[[διαπρέπω]] σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἐνδιαπρέπω]] (Α)<br />[[διαπρέπω]] σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνδιαπρέπω:''' выделяться, отличаться (γυμνασίαις πολεμικαῖς Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be distinguished in, γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4.5.
German (Pape)
[Seite 833] sich hervorthun in, τινί, D. Sic. exc. 538, 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαπρέπω: διαπρέπω ἔν τινι, γυμνασίαις πολεμικαῖς ἐνδιαπρέποντες Διοδ. Ἀποσπ. 533. 49.
Spanish (DGE)
distinguirse, sobresalir, destacar c. dat. γυμνασίαις πολεμικαῖς D.S.36.4, μελῳδίαις βιβλιακαῖς Eust.1941.51, abs. μεγάλως I.AI 18.297.
Greek Monolingual
ἐνδιαπρέπω (Α)
διαπρέπω σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιαπρέπω: выделяться, отличаться (γυμνασίαις πολεμικαῖς Diod.).