ψευδοκῆρυξ: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψευδοκῆρυξ:''' -ῡκος, ὁ, [[ψευδής]] ή [[κήρυκας]] που κομίζει ψεύτικες ειδήσεις, σε Σοφ. | |lsmtext='''ψευδοκῆρυξ:''' -ῡκος, ὁ, [[ψευδής]] ή [[κήρυκας]] που κομίζει ψεύτικες ειδήσεις, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψευδοκῆρυξ:''' ῡκος ὁ распространитель ложных вестей, лгун Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ῡκος, ὁ,
A false, lying herald, S.Ph.1306.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοκῆρυξ: (ὀρθ. -ήρυξ), ῡκος, ὁ, ψευδής, ψευδόμενος κήρυξ, Σοφ. Φιλ. 1307.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
messager de fausses nouvelles.
Étymologie: ψευδής, κῆρυξ.
Greek Monotonic
ψευδοκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, ψευδής ή κήρυκας που κομίζει ψεύτικες ειδήσεις, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοκῆρυξ: ῡκος ὁ распространитель ложных вестей, лгун Soph.