ἐπιτωθασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτωθασμός]], ὁ (Α) [[επιτωθάζω]]<br />[[εμπαιγμός]], [[χλεύη]] («τὰ μὲν ἀγωνιῶν τὸν ἐπιτωθασμὸν τῶν ὄχλων οὐ δυνήσεται περιορᾱν δῃουμένην τὴν χώραν», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιτωθασμός]], ὁ (Α) [[επιτωθάζω]]<br />[[εμπαιγμός]], [[χλεύη]] («τὰ μὲν ἀγωνιῶν τὸν ἐπιτωθασμὸν τῶν ὄχλων οὐ δυνήσεται περιορᾱν δῃουμένην τὴν χώραν», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτωθασμός:''' ὁ насмешка, подшучивание Polyb.
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτωθασμός Medium diacritics: ἐπιτωθασμός Low diacritics: επιτωθασμός Capitals: ΕΠΙΤΩΘΑΣΜΟΣ
Transliteration A: epitōthasmós Transliteration B: epitōthasmos Transliteration C: epitothasmos Beta Code: e)pitwqasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A mockery, raillery, Plb.3.80.4, Hld.10.25.

German (Pape)

[Seite 998] ὁ, Verspottung, Pol. 3, 80, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμὸς, περίγελως, Πολύβ. 3. 80, 4, Ἡλιόδ. 10. 25.

Greek Monolingual

ἐπιτωθασμός, ὁ (Α) επιτωθάζω
εμπαιγμός, χλεύη («τὰ μὲν ἀγωνιῶν τὸν ἐπιτωθασμὸν τῶν ὄχλων οὐ δυνήσεται περιορᾱν δῃουμένην τὴν χώραν», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτωθασμός: ὁ насмешка, подшучивание Polyb.