φιλομμειδής: Difference between revisions

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλομμειδής:''' -ές, ποιητ. αντί [[φιλο-]]μειδής ([[μειδάω]]), αυτός που αγαπά το [[χαμόγελο]], επίθ. της Αφροδίτης, σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''φῐλομμειδής:''' -ές, ποιητ. αντί [[φιλο-]]μειδής ([[μειδάω]]), αυτός που αγαπά το [[χαμόγελο]], επίθ. της Αφροδίτης, σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλομμειδής:''' Hom. и [[φιλομμηδής]] 2 Hes. = [[φιλομειδής]].
}}
}}

Revision as of 06:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομμειδής Medium diacritics: φιλομμειδής Low diacritics: φιλομμειδής Capitals: ΦΙΛΟΜΜΕΙΔΗΣ
Transliteration A: philommeidḗs Transliteration B: philommeidēs Transliteration C: filommeidis Beta Code: filommeidh/s

English (LSJ)

ές, poet. for φιλομειδής,

   A laughter-loving, epith. of Aphrodite, Od.8.362, Il.3.424, Cypr.Fr.5, Hes.Th.989; Γλαυκονόμη φ. ib.256; μήτε φ. μάλα γίγνεο Naumach. ap. Stob.4.23.7: of Dionysus, AP9.524.22, in the form φιλομειδής also found in prose, Corn.ND24, Luc.Im.8, Aret.CA 2.3. Cf.sq.

German (Pape)

[Seite 1282] ές, poet. statt φιλομειδής, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. ἀντὶ φιλομειδής, ὁ ἀγαπῶν τὸ μειδίαμα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 362, Ἰλ. Γ. 424, κλπ., καὶ Ἡσ. ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ., κλπ.· ― ὁ τύπος φιλομειδὴς εὕρηται ἐν Λουκ. Εἰκ. 8, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524. ― Πρβλ. τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

poét. c. φιλομειδής.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φιλομειδής.

Greek Monotonic

φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. αντί φιλο-μειδής (μειδάω), αυτός που αγαπά το χαμόγελο, επίθ. της Αφροδίτης, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

φιλομμειδής: Hom. и φιλομμηδής 2 Hes. = φιλομειδής.