πηρόδετος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πηρόδετος:''' -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ. | |lsmtext='''πηρόδετος:''' -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηρόδετος:''' служащий для подвязывания или перевязывания сумы ([[ἱμάς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A binding a wallet, ἱμάς AP9.150 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 611] den Ränzel bindend oder an den Ränzel gebunden, ἱμάς, Antp. Sid. 96 (IX, 150).
Greek (Liddell-Scott)
πηρόδετος: -ον, δι’ οὗ δένεται πήρα, ἱμὰς Ἀνθ. Π. 9. 150.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à attacher la besace.
Étymologie: πήρα, δέω¹.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ιμάντα, λουρί) αυτός με τον οποίο δένεται η πήρα («πηρόδετος ἱμάς», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + -δετος (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. μολυβδό-δετος, παγό-δετος].
Greek Monotonic
πηρόδετος: -ον, αυτός που περιδενει ένα σάκο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πηρόδετος: служащий для подвязывания или перевязывания сумы (ἱμάς Anth.).