Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλίρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίρρῠτος:''' -ον, = [[παλίρροος]]· [[εκδικητικός]], σε [[διάσταση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''πᾰλίρρῠτος:''' -ον, = [[παλίρροος]]· [[εκδικητικός]], σε [[διάσταση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίρρῠτος:''' текущий назад, т. е. мстящий за себя ([[αἷμα]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρρῠτος Medium diacritics: παλίρρυτος Low diacritics: παλίρρυτος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: palírrytos Transliteration B: palirrytos Transliteration C: palirrytos Beta Code: pali/rrutos

English (LSJ)

ον,

   A = παλίρροος, π. αἷμα flowing in retribution, prob. for πολύρρυτον in S.El.1420(lyr.); π. παγαί, of honey, dub. in Philox.3.8 (μελιρρύτοισι Mein.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρρῠτος: -ον, = παλίρροος· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον (ἀντὶ πολύρρυτον) κατ’ ἀνταπόδοσιν (πρβλ. ὑπεξαιτέω)· ἐν Φιλοξ. παρ’ Ἀθην. 643Β, - ὁ Meineke μελιρρύτοισι. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίρρυτον. εἰς τοὐπίσω ἑλκόμενον».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(sang) versé par représailles.
Étymologie: πάλιν, ῥύομαι.

Greek Monolingual

παλίρρυτος και παλίνρυτος, -ον (Α)
παλίρρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αλί-ρρυτος].

Greek Monotonic

πᾰλίρρῠτος: -ον, = παλίρροος· εκδικητικός, σε διάσταση, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρρῠτος: текущий назад, т. е. мстящий за себя (αἷμα Soph.).