Θησηΐς: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Θησηΐς:''' -ΐδος,<br /><b class="num">I.</b> συνηρ. <i>Θησῇς</i>, <i>-ῆδος</i>, θηλ. του [[Θήσειος]], για το Θησέα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η «Θησηίδα», [[ποίημα]] που αναφέρεται στο Θησέα, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ονομασία]] τρόπου κουρέματος των μαλλιών, που πρωτοεφαρμόσθηκε από τον Θησέα, σε Πλούτ.
|lsmtext='''Θησηΐς:''' -ΐδος,<br /><b class="num">I.</b> συνηρ. <i>Θησῇς</i>, <i>-ῆδος</i>, θηλ. του [[Θήσειος]], για το Θησέα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η «Θησηίδα», [[ποίημα]] που αναφέρεται στο Θησέα, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> [[ονομασία]] τρόπου κουρέματος των μαλλιών, που πρωτοεφαρμόσθηκε από τον Θησέα, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''Θησηΐς:''' ΐδος [adj. f к [[Θησεύς]] тесеева ([[χθών]] Aesch.).<br />ΐδος ἡ Тесеида<br /><b class="num">1)</b> поэма о Тесее Arst., Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> sc. [[κουρά]], прическа в подражание Тесею со стрижкой одной лишь передней части головы Plut.
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θησηΐς Medium diacritics: Θησηΐς Low diacritics: Θησηΐς Capitals: ΘΗΣΗΪΣ
Transliteration A: Thēsēḯs Transliteration B: Thēsēis Transliteration C: THisiis Beta Code: *qhshi/+s

English (LSJ)

ΐδος, contr. Θησῄς, ῆδος, fem. of Θήσειος,

   A of Theseus, χθών A.Eu.1026.    II Subst., Theseid, a poem on Theseus, Arist.Po. 1451a20, D.L.2.59.    2 name of a mode of hair-cutting, used by Theseus, Plu.Thes.5.

Greek (Liddell-Scott)

Θησηΐς: ΐδος, συνῃρ. Θησῇς, ῇδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν Θησέα, χθὼν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1026. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡ Θησηΐς, ποίημα περὶ τοῦ Θησέως, Ἀριστ. Ποιητ. 8, 2, Διογ. Λ. 2. 59. 2) εἶδος κουρᾶς τῆς κόμης, ᾗ πρῶτος ἐχρήσατο ὁ Θησεύς, δι’ ὃ καὶ ὠνομάσθη ἀπ’ αὐτοῦ Θησηΐς, Πλούτ. ἐν Θησ. 5.

French (Bailly abrégé)

ΐδος
1 adj. f. de Thésée;
2 subst.Θησηΐς coiffure à la Thésée, càd avec le devant de la tête seul tondu.
Étymologie: Θησεύς.

Greek Monotonic

Θησηΐς: -ΐδος,
I. συνηρ. Θησῇς, -ῆδος, θηλ. του Θήσειος, για το Θησέα, σε Αισχύλ.
II. ως ουσ., η «Θησηίδα», ποίημα που αναφέρεται στο Θησέα, σε Αριστ.
2. ονομασία τρόπου κουρέματος των μαλλιών, που πρωτοεφαρμόσθηκε από τον Θησέα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

Θησηΐς: ΐδος [adj. f к Θησεύς тесеева (χθών Aesch.).
ΐδος ἡ Тесеида
1) поэма о Тесее Arst., Diog. L.;
2) sc. κουρά, прическа в подражание Тесею со стрижкой одной лишь передней части головы Plut.