νουσοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νουσοφόρος:''' Ιων. αντί <i>[[νοσοφόρος]]</i>, σε Ανθ. | |lsmtext='''νουσοφόρος:''' Ιων. αντί <i>[[νοσοφόρος]]</i>, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νουσοφόρος:''' несущий с собой болезни ([[γῆρας]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, Ion. for
A νοσοφόρος, γῆρας AP6.27 (Theaet.).
Greek (Liddell-Scott)
νουσοφόρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ νοσοφόρος, Ἀνθ. Π. 6. 27.
Greek Monolingual
νουσοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. αυτός που προκαλεί αρρώστια, ο νοσογόνος («γήραϊ νουσοφόρῳ», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + -φόρος].
Greek Monotonic
νουσοφόρος: Ιων. αντί νοσοφόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νουσοφόρος: несущий с собой болезни (γῆρας Anth.).