ἄπλευρος: Difference between revisions
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br />(για ανθρώπους και ζώα) [[εκείνος]] που έχει στενό θώρακα. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br />(για ανθρώπους και ζώα) [[εκείνος]] που έχει στενό θώρακα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπλευρος:''' <b class="num">1)</b> не имеющий ребер, т. е. узкий ([[στῆθος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> узкогрудый Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without sides or ribs, ἄ. στῆθος narrow chest, Arist. Phgn.810a3, cf. 809b7 (Comp.); of persons, narrow-chested, opp. εὔπλευροι, ib.810b13, Teles p.55.3 H., Mnesith. ap. Orib.21.7.6 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 292] (πλευρά), (ohne Ribben), Teles bei Stob. Flor. 108, 83, von schlechten Seiten; Compar., Arist. physiogn. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπλευρος: -ον, ὁ μὴ ἔχων πλευράς, ἄπλ. στῆθος, στενόν, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 11 : ἐπὶ προσώπ. ὁ ἔχων στενὸν τὸ στῆθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὔπλευρος αὐτόθι 6. 9.
Spanish (DGE)
-ον
sin costados, estrecho στῆθος Arist.Phgn.809b7, 810a3
•de pers. estrecho de pecho op. εὔπλευροι Arist.Phgn.810b13, cf. Teles p.55.3, Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.7.6.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄπλευρος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πλευρές
αρχ.
(για ανθρώπους και ζώα) εκείνος που έχει στενό θώρακα.
Russian (Dvoretsky)
ἄπλευρος: 1) не имеющий ребер, т. е. узкий (στῆθος Arst.);
2) узкогрудый Arst.