καταπεφρονηκότως: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπεφρονηκότως:''' επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του [[καταφρονέω]], περιφρονητικά, σε Δημ.
|lsmtext='''καταπεφρονηκότως:''' επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του [[καταφρονέω]], περιφρονητικά, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπεφρονηκότως:''' adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod.
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπεφρονηκότως Medium diacritics: καταπεφρονηκότως Low diacritics: καταπεφρονηκότως Capitals: ΚΑΤΑΠΕΦΡΟΝΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: katapephronēkótōs Transliteration B: katapephronēkotōs Transliteration C: katapefronikotos Beta Code: katapefronhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταφρονέω,

   A contemptuously, D.17.29, D.S.14.17, etc.    II Adv.pf.part. Pass. καταπεφρονημένως,

   A despisedly, v.l. for -μένος in Sch.Luc.Ind.10.

German (Pape)

[Seite 1369] adv. zum perf. act. von καταφρονέω, verächtlich; Dem. 17, 29; D. Sic. 14, 17 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

καταπεφρονηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταφρονέω, μετὰ

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mépris.
Étymologie: καταφρονέω.

Greek Monolingual

καταπεφρονηκότως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονηκώς, -ότος (μτχ. παρακμ. του καταφρονῶ «περιφρονώ»)].

Greek Monotonic

καταπεφρονηκότως: επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του καταφρονέω, περιφρονητικά, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

καταπεφρονηκότως: adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod.