αἱμάς: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[αἷμα]]), [[εκροή]], [[ανάβρυσμα]] ή [[ποτάμι]], [[χείμαρρος]] αίματος, σε Σοφ. | |lsmtext='''αἱμάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[αἷμα]]), [[εκροή]], [[ανάβρυσμα]] ή [[ποτάμι]], [[χείμαρρος]] αίματος, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμάς:''' άδος ἡ струя крови, кровотечение (ἑλκέων Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A gush, stream of blood, S.Ph.695 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμάς: -άδος, ἡ, ἐξόρμησις, ῥεῦμα αἵματος, Σοφ. Φ. 697 (λυρ.)· = αἵματος ῥύσις, ὡς ἑρμηνεύει ὁ Σχολ.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
flot de sang, effusion de sang.
Étymologie: αἷμα.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ chorro de sangre S.Ph.696.
Greek Monotonic
αἱμάς: -άδος, ἡ (αἷμα), εκροή, ανάβρυσμα ή ποτάμι, χείμαρρος αίματος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμάς: άδος ἡ струя крови, кровотечение (ἑλκέων Soph.).