ἐπικαμπύλος: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(4)
(2)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικαμπύλος:''' [ῠ], -ον, [[καμπυλωτός]], λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἐπικαμπύλος:''' [ῠ], -ον, [[καμπυλωτός]], λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικαμπύλος:''' (ῠ) согнутый, искривленный ([[κᾶλα]] Hes. - v. l. ἔπι καμπύλα): [[γέρων]] ἐ. ὤμους HH согбенный старик.
}}
}}

Revision as of 06:37, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαμπύλος Medium diacritics: ἐπικαμπύλος Low diacritics: επικαμπύλος Capitals: ΕΠΙΚΑΜΠΥΛΟΣ
Transliteration A: epikampýlos Transliteration B: epikampylos Transliteration C: epikampylos Beta Code: e)pikampu/los

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A crooked, curved, ὤμους in the shoulders, h.Merc.90; ἐ. κᾶλα Hes.Op.427.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recourbé, voûté.
Étymologie: ἐπί, καμπύλος.

Greek Monotonic

ἐπικαμπύλος: [ῠ], -ον, καμπυλωτός, λυγισμένος, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαμπύλος: (ῠ) согнутый, искривленный (κᾶλα Hes. - v. l. ἔπι καμπύλα): γέρων ἐ. ὤμους HH согбенный старик.