λυροθελγής: Difference between revisions

From LSJ

Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῠροθελγής:''' -ές ([[θέλγω]]), αυτός που θέλγεται από τη [[λύρα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λῠροθελγής:''' -ές ([[θέλγω]]), αυτός που θέλγεται από τη [[λύρα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῠροθελγής:''' зачарованный звуками лиры Anth.
}}
}}

Revision as of 06:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠροθελγής Medium diacritics: λυροθελγής Low diacritics: λυροθελγής Capitals: ΛΥΡΟΘΕΛΓΗΣ
Transliteration A: lyrothelgḗs Transliteration B: lyrothelgēs Transliteration C: lyrothelgis Beta Code: luroqelgh/s

English (LSJ)

ές,

   A charmed by the lyre, AP9.250 (Honest.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠροθελγής: -ές, ὑπὸ τῆς λύρας θελγόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 250.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
que charment les sons de la lyre.
Étymologie: λύρα, θέλγω.

Greek Monolingual

λυροθελγής, -ές (Α)
αυτός που θέλγεται από το άκουσμα της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -θελγής (< θέλγω), πρβλ. παν-θελγής, φρενο-θελγής].

Greek Monotonic

λῠροθελγής: -ές (θέλγω), αυτός που θέλγεται από τη λύρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠροθελγής: зачарованный звуками лиры Anth.