ἐποχθίδιος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐποχθίδιος:''' -αν, -ον ([[ὄχθη]]), [[ορεινός]] ή βουνίσιος, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἐποχθίδιος:''' -αν, -ον ([[ὄχθη]]), [[ορεινός]] ή βουνίσιος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐποχθίδιος:''' (ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, (ὄχθη)
A on or of the river-banks, Νύμφαι AP9.556 (Zon.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχθίδιος: -α, -ον, (ὄχθη), ἐπὶ τῶν ὄχθων τὰς διατριβὰς ποιούμενος, Νύμφαι ἐποχθίδιαι, Νηρηΐδες, εἴδετε Δάφνιν χθιζὸν Ἀνθ. Π. 9. 556.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui habite sur les hauteurs, sur les collines.
Étymologie: ἐπί, ὄχθη.
Greek Monolingual
ἐποχθίδιος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται πάνω στην όχθη.
Greek Monotonic
ἐποχθίδιος: -αν, -ον (ὄχθη), ορεινός ή βουνίσιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐποχθίδιος: (ῐδ) живущий на высотах, горный (эпитет ореад) Anth.