μόνορχις: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[μόνορχις]], -εως)<br />αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, [[μονάρχιδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρί</i>-<i>ορχις</i>)].
|mltxt=ο (ΑΜ [[μόνορχις]], -εως)<br />αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, [[μονάρχιδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρχις]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τρί</i>-<i>ορχις</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''μόνορχις:''' εως adj. m с одним лишь яичком ([[σῦς]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνορχις Medium diacritics: μόνορχις Low diacritics: μόνορχις Capitals: ΜΟΝΟΡΧΙΣ
Transliteration A: mónorchis Transliteration B: monorchis Transliteration C: monorchis Beta Code: mo/norxis

English (LSJ)

εως, ὁ,

   A with one testicle, LXX Le.21.20, Plu.2.917d; acc. pl. μονόρχεις Hippiatr.14 (v.l. -χας, cf. ἐνόρχης).

German (Pape)

[Seite 204] mit einer Hode; Plut. qu. nat. 21; Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

μόνορχις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἕνα μόνον ὄρχιν, Πλούτ. 2. 917D.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μόνορχις, -εως)
αυτός που έχει μόνο έναν όρχι, μονάρχιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ὄρχις (πρβλ. τρί-ορχις)].

Russian (Dvoretsky)

μόνορχις: εως adj. m с одним лишь яичком (σῦς Plut.).