κωνίον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κωνίον:''' τό, υποκορ. του [[κῶνος]], [[μικρός]] [[κώνος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κωνίον:''' τό, υποκορ. του [[κῶνος]], [[μικρός]] [[κώνος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κωνίον:''' τό маленький конус (τὰ κωνία μαστῶν Anth.).
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωνίον Medium diacritics: κωνίον Low diacritics: κωνίον Capitals: ΚΩΝΙΟΝ
Transliteration A: kōníon Transliteration B: kōnion Transliteration C: konion Beta Code: kwni/on

English (LSJ)

or κώνιον, τό, Dim. of κῶνος,

   A small cone, κωνία μαστῶν AP5.12 (Phld.).    II small pine-cone, Posidon.3 J.

German (Pape)

[Seite 1546] τό, dim. von κῶνος, κώνιον ist falscher Accent, Kegelchen; τὰ λύγδινα κωνία μαστῶν Philodem. 18 (V, 13); – vom Fichtenzapfen, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d.

Greek (Liddell-Scott)

κωνίον: ἢ κώνιον, τό, ὑποκορ. τοῦ κῶνος, μικρὸς κῶνος, κωνία μαστῶν Ἀνθ. Π. 5. 13. ΙΙ. μικρὸς κῶνος πίτυος, «κουκουνάρα», Ποσειδ. παρ’ Ἀθην. 649D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit cône;
2 fruit du pistachier, pistache.
Étymologie: κῶνος.

Greek Monotonic

κωνίον: τό, υποκορ. του κῶνος, μικρός κώνος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κωνίον: τό маленький конус (τὰ κωνία μαστῶν Anth.).