ἔμμεν: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔμμεν:''' [[ἔμμεναι]], Επικ. αντί [[εἶναι]], απαρ. του [[εἰμί]] ([[sum]]). | |lsmtext='''ἔμμεν:''' [[ἔμμεναι]], Επικ. αντί [[εἶναι]], απαρ. του [[εἰμί]] ([[sum]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔμμεν:''' (αι) эп. = [[ἔμεν]](αι). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἔμμεναι, Ep. for εἶναι,
A v. εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμεν: ἔμμεναι, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ εἶναι, ἴδε εἰμί.
French (Bailly abrégé)
dor. inf. prés. de εἰμί.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
Greek Monolingual
ἔμμεν και ἔμμεναι (Α)
(απρμφ.) εἶναι.
Greek Monotonic
ἔμμεν: ἔμμεναι, Επικ. αντί εἶναι, απαρ. του εἰμί (sum).
Russian (Dvoretsky)
ἔμμεν: (αι) эп. = ἔμεν(αι).