σταδιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(38)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων.<br />β. «καθ' οὗ [[βάθος]] [[εἶναι]] τὸ [[μέχρι]] θαλάττης σταδιαῑον», <b>Πολ.</b><br />γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ [[ὕψος]]», <b>Διόδ.</b><br />δ. «σταδιαῑος [[δρόμος]]», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάδιον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σταγον</i>-<i>ιαῖος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων.<br />β. «καθ' οὗ [[βάθος]] [[εἶναι]] τὸ [[μέχρι]] θαλάττης σταδιαῑον», <b>Πολ.</b><br />γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ [[ὕψος]]», <b>Διόδ.</b><br />δ. «σταδιαῑος [[δρόμος]]», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάδιον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σταγον</i>-<i>ιαῖος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰδιαῖος:''' размером в один стадий ([[βάθος]] Polyb.): σ. τὸ [[ὕψος]] Diod. имеющий один стадий в вышину.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδιαῖος Medium diacritics: σταδιαῖος Low diacritics: σταδιαίος Capitals: ΣΤΑΔΙΑΙΟΣ
Transliteration A: stadiaîos Transliteration B: stadiaios Transliteration C: stadiaios Beta Code: stadiai=os

English (LSJ)

α, ον, (στάδιον)

   A a stade long, deep, or high, σ. βάθος Plb. 34.11.14; ὁ σ. δρόμος D.H.7.73; πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος D.S.1.52; διφθέραι σ. τοῖς μεγέθεσιν Ath.12.539c:—v. σταδαῖος.

German (Pape)

[Seite 926] das Maaß eines Stadion habend; βάθος, Pol. 34, 11, 14; τόπος, Apolld. 3, 9, 1; a. Sp. – Bei Themist. auch = σταδαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδιαῖος: -α, -ον, (στάδιον) ὁ ἔχων μῆκος, πλάτοςὕψος ἐνὸς σταδίου, στ. βάθος Πολύβ. 34. 11, 14˙ ὁ στ. δρόμος Διον. Ἁλ. 7. 73˙ πυραμίδες σταδιαῖαι τὸ ὕψος Διόδ. 1. 52˙ διφθέραι στ. τοῖς μεγέθεσιν Ἀθήν. 539C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de l’étendue (longueur, largeur, etc.) d’un stade.
Étymologie: στάδιον.

Greek Monolingual

-αία, -ον, ΜΑ
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος ενός σταδίου (α. «τὸ τῆς ἡλικίας σταδιαῑον», Νικ. Χων.
β. «καθ' οὗ βάθος εἶναι τὸ μέχρι θαλάττης σταδιαῑον», Πολ.
γ. «πυραμίδες σταδιαῑαι τὸ ὕψος», Διόδ.
δ. «σταδιαῑος δρόμος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. σταγον-ιαῖος)].

Russian (Dvoretsky)

στᾰδιαῖος: размером в один стадий (βάθος Polyb.): σ. τὸ ὕψος Diod. имеющий один стадий в вышину.