σφαῖρος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(40) |
(4b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. [[σφῆρος]] Α<br />η πρωταρχική [[κυκλοτερής]] [[κατάσταση]] του κόσμου<br /><b>αρχ.</b><br />(σε <b>επιγρ.</b> στον τ. [[σφήρος]]) [[ωροσκόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σφαῖρα]], με [[αλλαγή]] γένους]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. [[σφῆρος]] Α<br />η πρωταρχική [[κυκλοτερής]] [[κατάσταση]] του κόσμου<br /><b>αρχ.</b><br />(σε <b>επιγρ.</b> στον τ. [[σφήρος]]) [[ωροσκόπιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σφαῖρα]], με [[αλλαγή]] γένους]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφαῖρος:''' сферический, шарообразный Emped. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = σφαῖρα, the condition of the Universe (ὁ Κόσμος), when brought together by Eros, Emp.27.4,al. II cf.σφῆρος. III dub. sens. in POxy.1727.15 (ii/iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
σφαῖρος: -ον, = σφαῖρα, ἡ κατάστασις τοῦ Κόσμου ἢ τοῦ σύμπαντος ὅτε συνεσκευάσθη ὑπὸ τοῦ Ἔρωτος, Ἐμπεδ. 168, 176.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και μτγν. δ. γρφ. σφῆρος Α
η πρωταρχική κυκλοτερής κατάσταση του κόσμου
αρχ.
(σε επιγρ. στον τ. σφήρος) ωροσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σφαῖρα, με αλλαγή γένους].
Russian (Dvoretsky)
σφαῖρος: сферический, шарообразный Emped.