ἀνάριστος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάριστος]], -ον (Α)<br />ο απρογευμάτιστος, [[αγευμάτιστος]], [[νηστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[άριστον]] «πρωινό».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αναριστία]], [[αναριστώ]]].
|mltxt=[[ἀνάριστος]], -ον (Α)<br />ο απρογευμάτιστος, [[αγευμάτιστος]], [[νηστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[άριστον]] «πρωινό».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αναριστία]], [[αναριστώ]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάριστος:''' (ᾱρ) не (по)завтракавший, натощак Xen., Theocr., Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾱριστος Medium diacritics: ἀνάριστος Low diacritics: ανάριστος Capitals: ΑΝΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anáristos Transliteration B: anaristos Transliteration C: anaristos Beta Code: a)na/ristos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀναρίστητος, Id.VM11, Plb.3.72.3; dinnerless, X.An.1.10.19. Theoc.15.147.

German (Pape)

[Seite 205] = ἀναρίστητος, Xen. neben ἄδειπνοι An. 1, 10, 19; Ggstz ἠριστηκώς Hell. 4, 5, 8 u. öfter; Pol. 3, 71; Theocr. 15, 147.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάριστος: -ον, ἀναρίστητος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 19, κτλ.· ἴδε ἐν λ. ἀκράτιστος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a pas dîné.
Étymologie: ἀ, ἄριστον.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀνήρ- Hsch.; ἀνέρ- Hsch.s.u. ἀνήριστα

• Prosodia: [-ᾱ-]
que no ha almorzado ἄδειπνοι ἦσαν ..., ἦσαν δὲ καὶ ἀνάριστοι X.An.1.10.19, cf. Hp.VM 11, Theoc.15.147, Men.Fr.821, Plb.3.72.3, Plu.2.127e, Gal.15.562, Hsch.

Greek Monolingual

ἀνάριστος, -ον (Α)
ο απρογευμάτιστος, αγευμάτιστος, νηστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + άριστον «πρωινό».
ΠΑΡ. αρχ. αναριστία, αναριστώ].

Russian (Dvoretsky)

ἀνάριστος: (ᾱρ) не (по)завтракавший, натощак Xen., Theocr., Polyb., Plut.