ἀγλαόδωρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγλαόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που χορηγεί λαμπερά, ένδοξα δώρα, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''ἀγλαόδωρος:''' -ον ([[δῶρον]]), αυτός που χορηγεί λαμπερά, ένδοξα δώρα, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγλαόδωρος:''' с прекрасными дарами ([[Δημήτηρ]] HH).
}}
}}

Revision as of 06:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγλαόδωρος Medium diacritics: ἀγλαόδωρος Low diacritics: αγλαόδωρος Capitals: ΑΓΛΑΟΔΩΡΟΣ
Transliteration A: aglaódōros Transliteration B: aglaodōros Transliteration C: aglaodoros Beta Code: a)glao/dwros

English (LSJ)

ον,

   A bestowing splendid gifts, Δημήτηρ h.Cer.54,192,492.

German (Pape)

[Seite 16] herrliche Gaben spendend, Demeter, Hom. H. Cer.; θήρη Opp. C. 4, 17; ὑγιείη Procl. H. Sol. 42.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαόδωρος: -ον, ὁ παρέχων λαμπρὰ δῶρα, Δημήτηρ, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 54. 192. 492.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux présents splendides.
Étymologie: ἀγλαός, δῶρον.

Spanish (DGE)

-ον
de preciosos presentes, Δημήτηρ h.Cer.54, cf. 192, 492, πάις de Dioniso, Nonn.D.7.85.

Greek Monotonic

ἀγλαόδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που χορηγεί λαμπερά, ένδοξα δώρα, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἀγλαόδωρος: с прекрасными дарами (Δημήτηρ HH).