βαρύκομπος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(7) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύκομπος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[βαρύκομπος]] [[λέων]]» — αυτός που βρυχάται [[βαριά]], [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[θόρυβος]], [[κρότος]]»]. | |mltxt=[[βαρύκομπος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[βαρύκομπος]] [[λέων]]» — αυτός που βρυχάται [[βαριά]], [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[θόρυβος]], [[κρότος]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρύκομπος:''' глухо рычащий (λέοντες Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.
English (Slater)
βᾰρύκομπος
1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)
Spanish (DGE)
(βᾰρύκομπος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de sordo rugido λέοντες Pi.P.5.57.
Greek Monolingual
βαρύκομπος, -ον (Α)
φρ. «βαρύκομπος λέων» — αυτός που βρυχάται βαριά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόμπος «θόρυβος, κρότος»].
Russian (Dvoretsky)
βαρύκομπος: глухо рычащий (λέοντες Pind.).