ἐξημαρτημένως: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(6_6) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξημαρτημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ [[ἐξαμαρτάνω]], [[ἐσφαλμένως]], ἀδίκως, ἀνωφελῶς, Πλάτ. Νόμοι 8911). | |lstext='''ἐξημαρτημένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ [[ἐξαμαρτάνω]], [[ἐσφαλμένως]], ἀδίκως, ἀνωφελῶς, Πλάτ. Νόμοι 8911). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξημαρτημένως:''' ошибочно, плохо Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ἐξαμαρτάνω)
A wrongly, to no purpose, Pl.Lg. 891d.
German (Pape)
[Seite 881] fehlerhaft, schlecht, Ggstz εὖ, Plat. Legg. X, 891 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξημαρτημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ ἐξαμαρτάνω, ἐσφαλμένως, ἀδίκως, ἀνωφελῶς, Πλάτ. Νόμοι 8911).
Russian (Dvoretsky)
ἐξημαρτημένως: ошибочно, плохо Plat.