χαλκότευκτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκότευκτος:''' -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ευρ. | |lsmtext='''χαλκότευκτος:''' -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκότευκτος:''' сделанный из меди (κλῇθρα Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A made of bronze, κλῇθρα E.IT99.
German (Pape)
[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gemacht, κλῇθρα Eur. I. T. 99.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fabriqué en airain.
Étymologie: χαλκός, τεύχω.
Greek Monolingual
και χαλκεότευκτος, -ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. μελισσό-τευκτος, χρυσό-τευκτος].
Greek Monotonic
χαλκότευκτος: -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκότευκτος: сделанный из меди (κλῇθρα Eur.).