νεκροδοχεῖον: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεκροδοχεῖον:''' τό, κοιμητήριο, [[μαυσωλείο]], [[τάφος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''νεκροδοχεῖον:''' τό, κοιμητήριο, [[μαυσωλείο]], [[τάφος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεκροδοχεῖον:''' τό гробница Luc.
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροδοχεῖον Medium diacritics: νεκροδοχεῖον Low diacritics: νεκροδοχείον Capitals: ΝΕΚΡΟΔΟΧΕΙΟΝ
Transliteration A: nekrodocheîon Transliteration B: nekrodocheion Transliteration C: nekrodocheion Beta Code: nekrodoxei=on

English (LSJ)

τό,

   A burialplace, mausoleum, Luc.Cont.22.

German (Pape)

[Seite 237] τό, Todtenbehältniß, Luc. Cont. 22.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριον, τάφος, μαυσώλειον, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où l’on dépose les morts.
Étymologie: νεκρός, δέχομαι.

Greek Monolingual

νεκροδοχεῑον, τὸ (Α)
τόπος όπου θέτουν τους νεκρούς, τάφος, μνημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + δοχεῖον (πρβλ. μελανο-δοχείον)].

Greek Monotonic

νεκροδοχεῖον: τό, κοιμητήριο, μαυσωλείο, τάφος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

νεκροδοχεῖον: τό гробница Luc.