σπαρνός: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπαρνός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[σπανός]], [[σπάνιος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σπαρνός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[σπανός]], [[σπάνιος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''σπαρνός:''' редкий (παρήξεις Aesch.).
}}
}}

Revision as of 07:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπαρνός Medium diacritics: σπαρνός Low diacritics: σπαρνός Capitals: ΣΠΑΡΝΟΣ
Transliteration A: sparnós Transliteration B: sparnos Transliteration C: sparnos Beta Code: sparno/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. for σπανός, σπάνιος, A.Ag.556, Pl.Com.253, Call.Dian.19.

German (Pape)

[Seite 917] poet. statt σπανός, σπάνιος, selten, Aesch. Ag. 542 (von σπείρω?).

Greek (Liddell-Scott)

σπαρνός: -ή, -όν, ποιητικ. ἀντὶ σπανός, σπάνιος, Ἀσχύλ. Ἀγ. 556· - «ἀραιός, διεσπαρμένος» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
clairsemé, rare, étroit.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre ; cf. σπείρω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. σπάνιος, αυτός που δεν συμβαίνει συχνά («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιός, διεσπαρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. σπείρω, σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σπαρ- του ρήματος (πρβλ. σπαρ-τός)].

Greek Monotonic

σπαρνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί σπανός, σπάνιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

σπαρνός: редкий (παρήξεις Aesch.).