τείχισις: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τείχῐσις:''' ἡ ([[τειχίζω]]), [[εργασία]] περιτείχισης, η [[ίδια]] η [[περιτείχιση]], σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''τείχῐσις:''' ἡ ([[τειχίζω]]), [[εργασία]] περιτείχισης, η [[ίδια]] η [[περιτείχιση]], σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τείχῐσις:''' εως ἡ возведение крепостных сооружений, постройка укреплений Thuc., Xen. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A the work of walling, wallbuilding, Th.7.6, X.HG6.5.4.
German (Pape)
[Seite 1081] ἡ, Erbauung oder Aufführung einer Mauer, eines Befestigungswerkes; Thuc. 7, 6; Xen. Hell. 6, 5, 4; Luc. salt. 41.
Greek (Liddell-Scott)
τείχῐσις: -εως, ἡ, τὸ τειχίζειν, κτίσιμον τείχους, περιτείχισις, Θουκ. 7. 6, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
construction d’un rempart, d’un ouvrage de défense.
Étymologie: τειχίζω.
Greek Monotonic
τείχῐσις: ἡ (τειχίζω), εργασία περιτείχισης, η ίδια η περιτείχιση, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τείχῐσις: εως ἡ возведение крепостных сооружений, постройка укреплений Thuc., Xen. etc.